Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Η διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων στο Γυμνάσιο - εγκύκλιος υπ. αρ. 148083_Δ2_ 13_09_2016

Παναγιώτης Πυρπυρής, «Αναζητώντας τις ιστορικές θεματικές έξω από την πεπατημένη: η Ιστορία από τα κάτω»



Παναγιώτης Πυρπυρής,  «Αναζητώντας τις ιστορικές θεματικές έξω από την πεπατημένη: η Ιστορία από τα κάτω» [1]


Πριν αρχίσω επιτρέψτε μου να εκφράσω τις ειλικρινείς και θερμές ευχαριστίες μου τόσο στην κ. Βασιλική Σακκά, όσο και στον  Σύνδεσμο Φιλολόγων Μεσσηνίας για την τιμή που μού έκαναν να με προσκαλέσουν σε τούτη τη διημερίδα.
Ο τίτλος της εισήγησής μου ίσως παραπέμψει όσους από εσάς ασχολείστε με τη νεοελληνική λογοτεχνία σε κάποιες γραμμές από το έργο της Έλλης Αλεξίου. Στο βιβλίο της  Γ’ Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον, ένα μυθιστόρημα που όμως συγγενεύει κάπως με την  «ιστορία από τα κάτω», γράφει η Αλεξίου με τη σοφία που τη διέκρινε: «[…] η ζωή  δεν είναι τα μεγάλα γεγονότα.  αυτά που μας φαίνονται παραμικρά της καθημερινής ζωής, αυτά αποτελούνε την ίδια τη ζωή»[2]. Και. αλλού : «Τούτα τα κείμενα είναι πιστές απεικονίσεις ζωής ….. περιλαμβάνουν τα κάθε είδους γεγονότα της καθημερινής ζωής, ασήμαντες και σημαντικές εξιστορήσεις μιας ανθρώπινης πορείας μέσα στη ζωή, όπως είναι η κάθε ζωή»[3].
Η ιστορία της  ζωής των απλών  ανθρώπων βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος πολλών ιστορικών, ξένων και Ελλήνων[4], εδώ και κάποιες δεκαετίες. Σε τούτη την εισήγηση θα επιχειρήσω μια αδρομερή αναφορά  στις συνθήκες εκδήλωσης  αυτού του ενδιαφέροντος, θα περιγράψω εν συντομία  τις πηγές, τις μεθοδολογικές αρχές και κάποια από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της  «μικροϊστορίας»,   και, τέλος,  θα επιχειρήσω να δείξω το πώς και γιατί μπορεί η «ιστορία από τα κάτω» να χρησιμοποιηθεί κατά τη διδασκαλία της ιστορίας στο σχολείο. Φιλόδοξο  εγχείρημα για τον λιγοστό χρόνο που έχω στη διάθεσή μου!
Πριν ξεκινήσω, μια και έκανα ήδη χρήση των  όρων «μικροϊστορία» και «ιστορία από τα κάτω»,  θεωρώ αναγκαίο να προβώ σε μια διευκρίνιση.  Ο όρος «Ιστορία από τα κάτω» είναι ευρύς. Ως επί το πλείστον  χρησιμοποιείται  στις μελέτες που ασχολούνται κυρίως είτε με την οπτική και τη μοίρα των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων στο πλαίσιο της αναδυόμενης καπιταλιστικής οικονομίας, είτε με την ιστορία πολυπληθών κοινωνικών ομάδων, μειονοτικών, μεταναστών κ.λπ.. Τον συναντάμε όμως και σε άλλες περιπτώσεις. Όταν επιχειρείται, για παράδειγμα, η ανασύνθεση της εκπαιδευτικής πραγματικότητας μιας εποχής σε συγκεκριμένο, σχετικά περιορισμένο χωρο-χρόνο, όχι δια των επίσημων εγγράφων που αφορούν και σχηματίζουν την εικόνα της εκπαιδευτικής πολιτικής, αλλά υπό το πρίσμα των μαθητών και των εκπαιδευτικών,  θεωρείται δόκιμη η χρήση του. Μορφές της «ιστορίας από τα κάτω» είναι η προφορική ιστορία, η τοπική ιστορία, η «μικροϊστορία». Υπάρχουν ασφαλώς ομοιότητες και διαφορές τόσο ανάμεσα στις μορφές της «ιστορίας από τα κάτω», όσο και μεταξύ της τελευταίας και των επιμέρους μορφών της, η αναφορά στις οποίες που δεν είναι του παρόντος. Άλλωστε, στη σχολική διδακτική πρακτική, όταν αναζητά κανείς  θεματικές και διδακτικές προσεγγίσεις  έξω από την πεπατημένη, μικρή σημασία έχει, νομίζω, το αν θα χρησιμοποιήσει τον όρο «ιστορία από τα κάτω» ή τον όρο «μικροϊστορία». Παρενθετικά ας πω ότι δεν θα αναφερθώ στην προφορική και την τοπική ιστορία, παρά μόνο στο βαθμό που «εφάπτονται» με την μικροϊστορία, θεωρώντας, κάπως αυθαίρετα ίσως, ότι είναι λίγο πολύ γνωστές. 
Πιάνοντας το νήμα της ιστοριογραφικής αυτής τάσης πάμε πίσω στα τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Από τότε και  για τα επόμενα 15 περίπου χρόνια,  ο χώρος των ιστορικών σπουδών  σημαδεύθηκε από έντονες συζητήσεις, αναφορικά με την αναγκαιότητα τόσο της διεύρυνσης του ιστορικού πεδίου  όσο και του εμπλουτισμού ή/και  τροποποίησης των μεθοδολογικών  αναζητήσεων.  Οι συζητήσεις αυτές έλαβαν χώρα στο εσωτερικό πολλών ευρωπαϊκών χωρών, ιδίως στην Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία (θα επανέλθουμε σε αυτές).
Μολονότι  οι ιστορικοί που ενεπλάκησαν στον προβληματισμό  είχαν διαφορετικές επιμέρους στοχεύσεις και κάποιες ιδεολογικές διαφωνίες, μοιράζονταν (εντούτοις)  την (κοινή) πεποίθηση πως οι  μακροϊστορικές  αντιλήψεις και οι  κοινωνικο-επιστημονικές προσεγγίσεις  στην ιστορία είχαν εξαντλήσει τα όρια τους και πως   η μεγάλη ιστορία και  οι γενικεύσεις μεγάλης κλίμακας παραμόρφωναν την πραγματικότητα, απογύμνωναν το παρελθόν από τις ποιοτικές του διαστάσεις και του στερούσαν το «ανθρώπινο πρόσωπο». Τούτο δεν σημαίνει ότι οι ιστορικοί αυτοί αμφέβαλαν για την αναγκαιότητα μακροδομής, αλλά (σημαίνει ότι)  αμφισβήτησαν την ηγεμονεύουσα θέση της και  την ερμηνευτική αξία της. Άλλωστε, η «Ιστορία από τα κάτω» συνιστά μια προσέγγιση (μια ιστορική κατηγορία, πρακτική ή μέθοδο ανάλυσης) που δεν είναι αποκομμένη από τον κορμό της υπόλοιπης ιστορίας.
Επίσης, οι ιστορικοί στους οποίους αναφερθήκαμε  συνέκλιναν στην άποψη ότι η ιστορία έπρεπε να μπει στον χορό των διεπιστημονικών προσεγγίσεων, ενώ  πρόκριναν  την οικειοποίηση  εννοιών και προσεγγίσεων  των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών (κυρίως της ιστορικής, οικονομικής  και  κοινωνικής  ανθρωπολογίας, της εθνογραφίας, της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της λογοτεχνίας, της  γλωσσολογίας και της σημειωτικής κ. .α). Ας αποσαφηνιστεί, ωστόσο, ότι η οικειοποίηση εννοιών και προσεγγίσεων  των κοινωνικών επιστημών δεν ισοδυναμεί με την ταύτιση της  ιστορικής επιστήμης με κάποια από τις πιο πάνω επιστήμες . Αντίθετα, οι θιασώτες της «Ιστορίας από τα κάτω», επέκριναν τις γενικεύσεις όλων των κοινωνικών επιστημόνων, ισχυριζόμενοι ότι αυτές παύουν να ισχύουν όταν αντιπαραβληθούν με την μικρή κλίμακα ζωής[5].
Τέλος, επιχείρησαν τη μετατόπιση του αντικειμένου  των ιστορικών σπουδών από το «κέντρο» της εξουσίας στις παρυφές, στους πολλούς. Έτσι, ήρθε στο προσκήνιο η  Ιστορία της  λαϊκής κουλτούρας, των συνηθειών της καθημερινής ζωής, η ιστορία του απλού ανθρώπου ως πρωταγωνιστή - και όχι ως θύματος -, μα και η ιστορία των πιέσεων που ασκούν απρόσωποι κοινωνικοοικονομικοί μηχανισμοί. Με δυο λόγια, μετατοπίστηκε η εστίαση από τις εξαιρετικές προσωπικότητες προς την ως τότε  βουβή πλειοψηφία  των απλών και ταπεινών που αποτελούν τις μάζες. Περιττό ίσως να ειπωθεί πως η νέα οπτική πυροδότησε  έντονες αντιπαραθέσεις στο δημόσιο χώρο. Οι αντιπαραθέσεις δεν εξαντλήθηκαν ανάμεσα στις ομάδες των υπέρμαχων της κοινωνικο-επιστημονικής ιστορίας και των θιασωτών της «Ιστορίας από τα κάτω». Έντονες ήταν – και ως ένα βαθμό εξακολουθούν να είναι – οι διαφωνίες και ανάμεσα σε όσους πρέσβευουν την αναγκαιότητα στροφής της ιστορίας «προς τα κάτω». Οι διαφωνίες αυτών αφορούν στη μεθοδολογία, στην ιστορική οπτική, στη  «μορφή» της επιχειρούμενης ανάλυσης κ.ά.[6].
Ξαναγυρίζοντας στις εξελίξεις της δεκαπενταετίας από το 1966-1985 και εξής , θα ήταν παράλειψη να μη μνημονευθεί πως  στη Γαλλία τέθηκε τότε στο επίκεντρο η Ιστορία των νοοτροπιών ("mentalités"), ενώ στη Γερμανία το κέντρο βάρους πολλών μελετών μετατοπίστηκε σταδιακά από τις κοινωνικοοικονομικές διαδικασίες στην κουλτούρα. Αυτή η κατεύθυνση οδήγησε, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, στην «Ιστορία της καθημερινής ζωής» (Alltagsgeschichte»)[7]. Λίγο νωρίτερα στην Αγγλία,  ο E. P. Thomson είχε εκδώσει το 1966 κείμενο με τον τίτλο History from below, και την ίδια χρονιά,  επιχείρησε διαμέσου της ιστορίας ενός φτωχού καλτσοποιού να δώσει την εικόνα της διαμόρφωσης της αγγλικής εργατικής τάξης(The making of the English Working Class, N.Y. 1966).. Επίσης, ο Hobsbawm μετέθεσε το ενδιαφέρον του από τη μελέτη των élites, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης του εργατικού κινήματος, στην ανάδειξη της κουλτούρας, των αξιών και των συμπεριφορών των κοινωνικών ομάδων ή κινημάτων τα οποία είχαν τεθεί στο περιθώριο Στο πλαίσιο της ίδιας συζήτησης, στην Ιταλία  σημειώθηκε  μια ανάλογη με τα όσα ήδη αναφέρθηκαν  στροφή, ορόσημο της οποίας ήταν η έκδοση τόσο του κλασικού πλέον έργου του Γκίντζμπουργκ  Το τυρί και τα σκουλήκια. Ο κόσμος ενός μυλωνά του 16ου αιώνα (1974),όσο και η κυκλοφορία δύο περιοδικών,  το ένα εκ των οποίων είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο  Microstorie.

Η «μικροϊστορία», ως  έκφραση της «ιστορίας από τα Κάτω», συνιστά συμπλήρωμα της ιστορίας ευρύτερων κοινωνικών πλαισίων,  υπό την έννοια ότι, προσθέτοντας το συγκεκριμένο στη μελέτη του παρελθόντος, εμπλουτίζει την ανάλυση με περισσότερες μεταβλητές. Διερευνά το ατομικό έτσι ώστε να μπορεί να ενταχθεί σε μια συγκριτική οπτική.   Ανακλά την άποψη ότι η ιστορία δεν είναι ενιαία διαδικασία, ούτε μπορεί να είναι μια μεγάλη αφήγηση, αλλά μια ροή με πολλές όψεις και πολλά κέντρα, αρκετά από τα οποία είναι ατομικά[8].
Με δυο  λόγια, οι μικροϊστορικοί δεν αγνοούν  το μακροϊστορικό πλαίσιο.. Υπεραμύνονται  της συνύπαρξης και αλληλοσυμπλήρωσης της ιστορίας που επικεντρώνεται στις ευρείες πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές και της ιστορίας που επικεντρώνεται στις ατομικές υπάρξεις και τις μικρές ομάδες και θεωρούν ότι η μικροϊστορία δεν μπορεί να σταθεί χωρίς την μακροϊστορία[9].  Δεν απεμπολούν τις «πειθαρχίες της ιστορίας» και υπηρετούν το αξίωμα  πως η ιστορική έρευνα και ερμηνεία  πρέπει να βασίζονται σε μια  αυστηρή μέθοδο και εμπειρική ανάλυση[10].
Έχουν, ωστόσο, την πεποίθηση ότι η βαθιά μελέτη της πορείας ενός ατόμου ή της μοίρας μιας μικρής κοινότητας καθιστά ορατές κάποιες σχέσεις που διέλαθαν της προσοχής των ιστορικών, που έμεναν ασύλληπτες στην μακροϊστορική κλίμακα, ότι αναδεικνύει  με περισσότερη ενέργεια  την «φυλλωτή δομή του κοινωνικού», κατά την έκφραση του Jacques Ravel[11] Κι ακόμη, ότι η «μεγέθυνση του μικρού» συμβάλλει στον εντοπισμό των ασυνεχειών στις ιστορικές σειρές και στη μελέτη αλληλεπίδρασης στις πολιτισμικές πρακτικές[12], και παρουσιάζει  την κατασκευή του κοινωνικού με έναν τελείως διαφορετικό, πρωτότυπο θα έλεγε κανείς, τρόπο. Υπό την έννοια αυτή η μικροϊστορία συντελεί στη διερεύνηση μέρους της ιστορίας του όλου[13].

Ποια άτομα, όμως, ποιες μικροομάδες,  ποιες κοινότητες βρίσκονται στο επίκεντρο της μικροϊστορίας; Είναι οι καθημερινοί άνθρωποι, και περισσότερο οι αδικημένοι και υπό εκμετάλλευση, οι άνδρες, οι γυναίκες, οι ηλικιωμένοι  και τα παιδιά που είτε αγνοούνται από τις επίσημες πηγές, είτε χάνονται στις επίσημες μεγάλες αφηγήσεις ποσοτικοποιούμενοι. Κι ακόμη, οι άνθρωποι που δεν συμμορφώνονται στους καθιερωμένους κανόνες (ανώνυμοι επαναστάτες ή εγκληματίες) και τα  άτομα που για διάφορους λόγους είναι αποκλεισμένα. Η αδικία και η εκμετάλλευση είναι λέξεις – κλειδιά σε πολλούς μικροϊστορικούς. Από τις μικρές κοινότητες τους απασχόλησαν, μεταξύ άλλων, το αγροτικό νοικοκυριό, η οικιακή βιομηχανία, η καθημερινότητα των εργατικών τάξεων μιας περιοχής, η διαφοροποίηση και η σύγκρουση στο εσωτερικό μικρών περιοχών κ.ά..  Με δυο λόγια, οι «πολλοί», οι «μικροί» δεν αντιμετωπίζονται από τους μικροϊστορικούς ως τμήμα ενός ανώνυμου πλήθους, αλλά ως άτομα, τα οποία δεν πρέπει να χαθούν είτε μέσα στις παγκόσμιες διαδικασίες είτε μέσα στην ανωνυμία[14].
Επιχειρώντας την ανασύνθεση, την ανάπλαση  της ζωής των αφανών, την ανασυγκρότηση των προβλημάτων  και του κοσμοοράματος των απλών ανθρώπων ως δρώντων υποκειμένων,  ως παραγωγών νοήματος , πολιτισμού, κουλτούρας και ως  παραγόντων ιστορικής αλλαγής,  ο ασχολούμενος γενικά με την «Ιστορία από τα κάτω» στοχεύει όχι μόνο στη συμπλήρωση της εικόνας που έχουμε για το παρελθόν, μα και στην ανάδειξη της διαφοράς μιας ατομικής ή τοπικής πραγματικότητας από τον «κανόνα» της μακροδομής.
Κατά την εκπόνηση της μελέτης περίπτωσης ο μικροϊστορικός επιχειρεί να  αναλύσει σε βάθος  όλες τις διαθέσιμες πηγές, τόσο όσες η μακροϊστορία αποτιμά ως  έγκυρες και αξιόπιστες, όσο όλες και εκείνες που μπορούν να αναδείξουν τους «αφανείς» της ιστορίας, να φανερώσουν τα ενδιαφέροντα, τις συνήθειες και τις προτιμήσεις τους, τις  ελπίδες, τις ανησυχίες και τους καημούς τους, τις απόψεις τους γύρω από ποικίλα ζητήματα, εκείνες που μπορούν  κάνουν κατανοητό το πώς οι απλοί και αδικημένοι  αντιλαμβάνονταν τον εαυτό  τους και τους γύρω τους, μα  και που μπορούν  να δώσουν την ατμόσφαιρα μιας εποχής[15]. Το «υλικό βάσης»  ή τα «τεκμήρια ζωής» (όπως τα αποκαλεί ο Plummer[16]) στα οποία καταφεύγουν είναι: οι αυτοβιογραφικές αφηγήσεις,  τα προσωπικά ημερολόγια και τα απομνημονεύματα, η προσωπική αλληλογραφία, οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις και τα λευκώματα, τις φωτογραφίες, οι οικογενειακές ιστορίες, τα τοπικά και ενοριακά  αρχεία, τα προσωπικά συμβόλαια και οι τυχόν δικαστικές αποφάσεις, οι διαθήκες και οι συμβολαιογραφικές πράξεις. Σε κάποιες περιπτώσεις ιδιαίτερα χρήσιμη αποδεικνύεται η μελέτη  λογοτεχνικών έργων (που δείχνουν ποιες αντιδράσεις και συναισθήματα θεωρούσαν οι συγγραφείς τους πιθανά σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο), των  μικρών ειδήσεων  στον τύπο (που άλλοτε  αποκαλύπτουν την κακή λειτουργία των θεσμών και  άλλοτε πληροφορούν  για τη συλλογική συμπεριφορά των κοινωνικών ομάδων), των λαϊκών αναγνωσμάτων,  των συνεντεύξεων για τα πιο πρόσφατα γεγονότα (στο σημείο αυτό η προφορική ιστορία τους βοηθά εξαιρετικά).  Εξυπακούεται, ασφαλώς, ότι κατά τη μελέτη και χρήση των πηγών αυτών ο ιστορικός που θα αφηγηθεί μια «ιστορία από τα κάτω» οφείλει να είναι προσεκτικός και επιφυλακτικός.  Προσοχή επιβάλλεται και για τον πρόσθετο λόγο ότι συχνά οι πηγές των μικροϊστορικών που αφορούν στον απλό άνθρωπο είναι διπλά έμμεσες, γιατί είναι γραπτές και γραμμένες από πρόσωπα που είχαν δεσμούς με την κυρίαρχη κουλτούρα. Έτσι, και  οι σκέψεις, οι ελπίδες κ.λπ. των απλών ανθρώπων φτάνουν σε αυτόν διαμεσολαβημένες και παραπλανητικές.
Οι ίδιες πηγές χρησιμοποιούνται και για την προσέγγιση των «μικρών κοινοτήτων», όπως είναι οι αγροτικές, μικρές πολιτικο-κοινωνικές ομάδες , για μικρομελέτες σε επίπεδο σχολείου, εργοστασίου, οικογένειας, φυλακής (μικρομελέτες για την εξουσία / μεταφυσική της εξουσίας κατά Φουκώ), όπου συχνά λαμβάνουν χώρα συγκρούσεις μικρής κλίμακας, οι οποίες όμως αποκαλύπτουν λανθάνουσες εντάσεις, συστημικούς καταναγκασμούς και περιορισμούς της ελευθερίας και αναδεικνύουν αναντιστοιχίες και ασυνέχειες ανάμεσα στη μακροδομή και τη μικροδομή. 

Η γνώση του πλαισίου αναφοράς κάθε μελέτης περίπτωσης (ατόμου, γεγονότος, συμπεριφοράς, σύγκρουσης κ.α.) είναι εξαιρετικά σημαντική. Το πλαίσιο συνιστά το πεδίο της ομοιότητας  των σχέσεων τόσο μεταξύ πραγμάτων, που όμως, μπορεί να είναι πολύ διαφορετικά, όσο και μεταξύ συστημάτων σχέσεων στα οποία μπορούν αν ενταχθούν διαφορετικά πράγματα. Κατά τους μικροϊστορικούς δεν υπάρχει ένα  ομοιογενές πλαίσιο αναφοράς στο εσωτερικό του οποίου τα ιστορικά υποκείμενα προσδιορίζουν τις επιλογές τους
Δυο λόγια για ένα  ακόμα γνώρισμα της μικροϊστορίας, που τη διαφοροποιεί από τη μακροϊστορια. Η διαφορά εντοπίζεται στον τρόπο σύνθεσης του ιστορικού υλικού, της παρουσίασης της ιστορικής έρευνας. Εδώ οι Ιταλοί  μικροϊστορικοί, με προεξάρχοντα τον Γκίντζμπουργκ,  δίνουν τον τόνο. Σε πολλά μικροϊστορικά έργα - όχι όμως σε όλα- η σύνθεση του ιστορικού αφηγήματος γίνεται, όχι μετά το πέρας της έρευνας, αλλά παράλληλα με αυτήν. Σύμφωνα με τον Γκίνζμπουργκ , ο μικροϊστορικός καλό είναι να εκθέτει την ιστορία του ως μια διαδικασία, ως κάτι το ανοιχτό. Να διακόπτει την αφήγηση παρουσιάζοντας τις ερευνητικές του στρατηγικές,  αναφέροντας  τα εμπόδια που συνάντησε τόσο ο ο ίδιος ως ιστορικός - ερευνητής, όσο και το ίδιο το ιστορικό υποκείμενο, και  αποκαλύπτοντας τη σκοπιά μέσα από την οποία ως ερευνητής βλέπει τα πράγματα. Με τους τρόπους αυτούς  ο μικροϊστορικός συνδέει την έρευνα, την παρουσίαση με τον ίδιο τον αναγνώστη. Καλεί τον τελευταίο να σκεφτεί, να προβληματιστεί γιατί τα πράγματα έγιναν έτσι ενώ θα μπορούσαν ή δεν θα μπορούσαν να γίνουν αλλιώς, ενώ ο ερευνητής εγκαταλείπει τον ρόλο του παντογνώστη ιστορικού αφηγητή και έτσι απεκδύεται τον μανδύα της αυθεντίας (παρότι η μεταξύ τους σχέση παραμένει, εντέλει, άνιση).[17].. Η υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης  αυτής της μορφής ιστορικής αφήγησης δεν είναι αισθητικής, αλλά γνωστικής φύσης για τους μικροϊστορικούς.
Ασφαλώς η μικροϊστορία δεν είναι ένα παράδειγμα χωρίς προβλήματα. Διατυπώνω τα πιο χαρακτηριστικά. Πρώτον, ότι  δεν  έχει «σταθεροποιηθεί» ένας κοινά αποδεκτός τρόπος χρήσης και «συναρμολόγησης» των πηγών κατά την ιστορική αφήγηση. Έπειτα, ότι η μικροϊστορία δεν διαθέτει ένα έτοιμο σώμα πηγών. Στην ελλειμματικότητα και την αποσπασματικότητα των πηγών στις οποίες καταφεύγουν οι μικροϊστορικοί , πρέπει να προστεθεί και το ότι πολλές  από αυτές δεν μπορεί να θεωρηθούν τεκμήρια, αλλά ενδείξεις, ενώ  πολλές από αυτές είναι, όπως είπαμε, δαμεσολαβημένες. Επιπλέον, ότι δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς μεθοδολογικές τεχνικές (μοντέλα) κατάλληλες για την ερμηνεία του υλικού που ο μικροϊστορικός χρησιμοποιεί και που το προσεγγίζει πολυπρισματικά και διακλαδικά. Επιπρόσθετα, ότι πάντα ενυπάρχει ο κίνδυνος διολίσθησης προς τη συμβαντολογία ή τη ρομαντική θέαση του παρελθόντος.

Οι θεματικές της «ιστορίας από τα κάτω» εν γένει  είναι κυριολεκτικά άπειρες και δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να σταθεί κανείς.  Πέρα από τα μάλλον απαιτητικά εγχειρήματα πραγματοποίησης  μικρής ή μεγαλύτερης κλίμακας project τοπικής ιστορίας (με θέματα όπως η σχολική ζωή πριν από Χ χρόνια, η ιστορία ενός κτηρίου και των ανθρώπων που κατοικούσαν/εργάζονταν σε αυτόν κ.α.) ή τα διδακτικά σενάρια  στα οποία μπορεί να γίνει  αναζήτηση,  προσπέλαση, ερμηνεία και σύνθεση μιας «ιστορίας από τα κάτω» (με θέματα λ.χ. Η καθημερινή ζωή ενός Αθηναίου/Σπαρτιάτη έφηβου κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, Ένας εικονολάτρης  υποδηματοποιός αφηγείται, Η ιστορία μιας κρατούμενης που έδρασε εναντίον της δικτατορίας κ.α.)   ο διδάσκων θα μπορούσε να  αξιοποιήσει  πηγές της  και κατά τη διδασκαλία μιας ενότητας.
Οι πηγές της «ιστορίας από τα κάτω», - παρά  τους περιορισμούς και τις αδυναμίες τους, τις οποίες γνωρίζουμε και για τις οποίες οφείλουμε να ενημερώνουμε τους μαθητές – προκαλούν το ενδιαφέρον των παιδιών γιατί περιέχουν συναρπαστικές πληροφορίες, ενδιαφέροντα πρόσωπα και πράγματα, βιώματα που αντιστοιχούν στην ηλικία τους. Το ενδιαφέρον των εφήβων εγείρεται  και από το ότι τούτες οι πηγές αναδεικνύουν ασυνέχειες αλλά και την πολυπλοκότητα, το πολυεπίπεδο της ιστορίας. Αποκαλύπτουν επίσης άδηλες, μα υπάρχουσες, ιδιαιτερότητες και σχέσεις μεταξύ της μακροδομής (που παρουσιάζει το σχολικό εγχειρίδιο) και της μικροδομής (που εκείνες προβάλλουν). Ακόμη, γιατί η ανάσυρση από την ανωνυμία ενός αδικημένου συμπορεύεται με το περί δικαίου αίσθημα των εφήβων. Επιπρόσθετα, τα ημερολόγια, οι εικόνες  και, γενικά, τα «υλικά» εκείνα στα οποία και οι σύγχρονοι μαθητές εκφράζουν  λίγο-πολύ συναισθήματα, εντυπώσεις, σκέψεις, αντιλήψεις είναι πιο οικεία σε αυτούς και ως εκ τούτου μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν εφαλτήριο προκειμένου  να μεταβούμε σε «επίσημα τεκμήρια» ή/και να εργαστούμε κατ’ αντίστιξη με αυτά, με σκοπό να εξοικειωθούν οι μαθητές, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, με τα αντικείμενα, τις αρχές, τις μεθόδους και το πνεύμα της ιστορικής έρευνας.
Το βίωμα – κεντρικός άξονας  της «ιστορίας από τα κάτω» επιτρέπει τις συναισθηματικές συνδέσεις και ευνοεί την ανάληψη ρόλων και την ενσυναίσθηση. Ας μη λησμονούμε ότι η τελευταία είναι εγγενής ιδιότητα της ιστορικής σκέψης, διότι ο ιστορικός δεν μπορεί, καταρχήν, παρά μόνον έμμεσα, να προσεγγίσει το παρελθόν, αναβιώνοντας το στη δική του σκέψη. Αναπαριστά, δηλαδή, με τη δημιουργική του φαντασία, συμπληρώνοντας, πιθανολογικά, τα κενά των διαθέσιμων μαρτυριών, τα τότε προβλήματα, τις πιθανές τους λύσεις και τους λόγους για τους οποίους επελέγη, τελικά, το ένα ή το άλλο πρόγραμμα δράσης. Προσπαθεί, με άλλα λόγια, να ξανασκεφτεί ο ίδιος, κατά το δυνατόν ακριβέστερα, τις σκέψεις των ανθρώπων που μελετά[18].  Επιπλέον, τέτοιες πηγές  όχι μόνο βοηθούν στην ταξινόμηση στοιχείων και στη  συγγραφή σύντομων ιστορικών αφηγημάτων ή δοκιμίων, αλλά επίσης διευκολύνουν λογής δραματοποιήσεις: διττούς λόγους, θεατρικό παιχνίδι κ.α. που επιτρέπουν τη συνειδητή και συναισθηματική εμπλοκή και μπορούν να ηλεκτρίσουν την τάξη[19] . Οι μαθητές, απομακρυνόμενοι κάπως από τον εαυτόν τους  αλλά συνάμα διατηρώντας τον προσωπικό τους τόνο στην υλοποίηση ενός ρόλου  αντιλαμβάνονται ότι η  πορεία των γεγονότων θα μπορούσε να ήταν διαφορετική αν είχαν ληφθεί διαφορετικές αποφάσεις, ενώ τους δίνεται η ευκαιρία να κάνουν λεπτομερείς συγκρίσεις μεταξύ του «τότε» και του «τώρα. Τέλος, οι πηγές που χρησιμοποιούνται από την «ιστορία από τα κάτω» συμβάλλουν ώστε οι μαθητές να διακρίνουν τα κίνητρα των ενεργειών από τις αιτίες των γεγονότων, να αναγνωρίσουν τις διαφορές στις αξίες, τα ήθη, τις πεποιθήσεις και τις στάσεις του χθες σε σύγκριση με το σήμερα, και ενδεχομένως τους κεντρίζουν ώστε να αναζητήσουν  τα ιστορικά αίτια των διαφορών αυτών[20]. Εν κατακλείδι, οι πηγές αυτές μπορούν ευκολότερα να ικανοποιήσουν ένα από τα ζητούμενα στην ελληνική εκπαίδευση: την ενεργητική μάθηση.
Σας ευχαριστώ



[1] Εισήγηση στην ιστορική διημερίδα με θέμα: Κατοχή-αντίσταση-απελευθέρωση, που διοργανώθηκε από τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Μεσσηνίας στις 1 και 2 Οκτωβρίου 2016, στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας.
[2] Έλλη Αλεξίου (1978). Γ’ Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον. Αθήνα: Καστανιώτης.
[3] Έλλη Αλεξίου (1983). Από πολύ κοντά. Αθήνα: Καστανιώτης.
[4] Στη χώρα μας, αν και η τάση αυτή, όπως και η  έννοια της  «μικροϊστορίας»,  δεν ήταν άγνωστη στα τέλη της δεκαετίας του 1980, χρειάστηκαν τουλάχιστον άλλα δέκα έτη για να έρθει το θέμα στην επικαιρότητα Σε αυτό συνέτεινε η επιστημονική συνάντηση που οργανώθηκε από την Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας της σχολής Μωραΐτη, με  πρωτοβουλία του Βασίλη Κρεμμυδά, τον Φεβρουάριο του 1998, υπό τον τίτλο «Μικροϊστορία – Ιστορία: συμπληρωματικό ή αντιθετικό ζεύγμα;».
[5] Γκέοργκ Ίνγκερς (1999). Η ιστοριογραφία στον εικοστό αιώνα, Αθήνα: Νεφέλη, σ. 144.
[6] Γκέοργκ Ίνγκερς (1999). Η ιστοριογραφία…, ό.π., σ. 138.
[7] Βλ. αναλυτικά Alf Ludtkeed. (1989). The history of everyday life, Reconstruction Historical Experiences and Ways of Life, Princeton  University Press,  Princeton New Jenrsey.
[8] Γκέοργκ Ιγκερς, (1999). Η ιστοριογραφία…, ό.π., σ. 136.
[9] Γκέοργκ Ίγκερς (1999). Η ιστοριογραφία…, ό.π., σ.  138 και 140.
[10] Γκέοργκ Ίνγκερς (1999). Η ιστοριογραφία…, ό.π., σ.  148.

[11] Βλ. Αναλυτικά Jacques Ravel, “Microalalisi e construzione del sociale”, Quaderni Storici, 86,2 σελ. 572 κ.ε. και τ.ι., (1996). Jeux  d'échelles : la micro-analyse à l'expérience [ Παιχνίδια κλίμακας. Η μικροανάλυση εμπειρικά], Paris : Gallimard : Seuil.

[12] Βαγγέλης Κεχριώτης – Γιάννης Παπαθεοδώρου…, ο.π., σ. 181.
[13] Αντώνης Χουρδάκης, «Η μικροϊστορική προσέγγιση στην εκπαίδευση και το “μικροαντικείμενο», στο Σήφης Μπουζάκης (επιμ.), Πανόραμα της Ιστορίας της Εκπαίδευσης. Όψεις και απόψεις. Ιστοριογραφικά ρεύματα – Μακρές περίοδοι – Εκπαίδευση εκτός συνόρων – Τοπική Ιστορία, τ. Α’ σελ. 50.
[14] Γκέοργκ Ίνγκερς, (1999). Η ιστοριογραφία…, ό.π., σ. 136.
[15] Alf Ludtke – ed  (1989).  The history of everyday life, Reconstruction Historical Experiences and Ways of Life, Princeton  University Press,  Princeton New Jersey, σ. 4-5.
[16] Βλ. Kenneth Plummer (2000). Τεκμήρια ζωής :εισαγωγή στα προβλήματα και τη βιβλιογραφία μιας ανθρωπιστικής μεθόδου, Αθήνα: Gutenberg.
[17]  C. Ginzburg., Ο δικαστής και ο ιστορικός, Νεφέλη, Αθήνα 2003, σ. 146.
[18] Βλ. R. G. Collingwood (1951).  The Idea of History. London : Oxford at the Clarendon Press,  σ. 282-302.
[19] Wineburg (2001).    Historical Thinking Historical Thinking and Other Unnatural Acts. Charting the Future of Teaching the Past,   Philadelphia : Temple University Press,  σ. 156-161.
[20] Π. Γατσωτής (2004).Νέες επιστημολογικές και ιστοριογραφικές θεωρήσεις στο χώρο της Ιστορίας και η εφαρμογή τους στη διδακτική πράξη στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, Ρόδος :Ανεκδ. Διδακτορική Διατριβή, σ. 230.